Χαμένες ελπίδες
21 Απριλίου 1974
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
έχουν γίνει τόσα πράγματα που δεν ξέρω από που να πρωτοξεκινήσω.
Χθες έπαιζα στην αλάνα με τους φίλους μου και είδαμε κάποιους ανθρώπους να έρχονται με κάτι καράβια στο νησί μας. Όλοι τρομοκρατηθηκαμε γιατί όλοι τους κρατούσαν όπλα, εμείς τρέξαμε και μαζευτήκαμε έξω από το σπίτι μου . Εγώ το είπα στην μαμά μου μα ΄κείνη δεν μου ΄πε τίποτα. Το βλέμμα της φαινόταν ύποπτο σαν κάτι να ήξερε, αλλά δεν ήθελε να μας το πει, το θέμα είναι γιατί…
Την ίδια μέρα ο πατέρας μου μας είπε ότι από αυτήν την πόρτα δεν πρόκειται να βγούμε γιατί έξω απ΄το σπιτικό μας παραφυλάει ένας Τούρκος. Εγώ δεν κατάλαβα και του απάντησα πως δεν είναι καλό να είναι ρατσιστής και πως δεν πρέπει να λέμε κακά λόγια για κανέναν. Ο πατέρας με κοίταξε με ένα απορριπτικό βλέμμα και μου είπε να πάω στο δωμάτιο μου και να κάτσω με την αδελφή μου. Εγώ πήγα με σκυμμένο το κεφάλι χωρίς να του πω τίποτα. Όταν πήγα στο δωμάτιο ρώτησα την αδελφη μου τι έχει γίνει αποκλείεται να μην γνώριζε τι έχει γίνει αφού είναι μεγάλη! Η αδελφή μου μου είπε πως ο μπαμπάς δεν είναι ρατσιστής αλλά οι Τούρκοι θέλουν να κατακτήσουν την Κύπρο και πώς μπορεί να ξεκινήσει ακόμη και πόλεμος, αν δεν βρεθεί σύντομα κάποια επωφελής λύση. Της είπα αν πρέπει να ανησυχώ και μου είπε πως η ψυχραιμία είναι το καλύτερο όπλο. Μα και πάλι δεν μπορώ να καταλάβω το ΓΙΑΤΊ, γιατί να χαλάσει όλη η ηρεμία μας τόσο εύκολα; Ποιος έχει όρεξη να πολεμάει και να σκοτώνει έναν άνθρωπο; Ποιος θέλει να γίνει φονιάς; Ποιος;
Εχθές έγινε κάτι πολύ αναπάντεχο, κάτι το οποίο έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου και αυτή η ανάμνηση μου έμεινε αξέχαστη. Ο πατέρας μου θα έβγαινε έξω να πάρει τρόφιμα κι ήταν ο μόνος που βγήκε από αυτήν την πόρτα, η μαμά είπε ότι βγήκε τώρα ο μπαμπάς, γιατί έτσι όπως πάνε τα πράγματα δεν πρόκειται να φύγουμε ζωντανοί από εδώ μέσα και άμα βγούμε θα είμαστε πολύ τυχεροί. Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε και ο μπαμπάς απ΄το μπακάλικο, εγώ πήγα να ξαπλώσω γιατί δεν είχα τι να κάνω κι η αδελφή βοηθούσε την μάνα μου για το τραπέζι. Έτσι όπως καθόμουνα ήρθε ο πατέρας και μου μου μίλησε, πράμα παράξενο για τον πατέρα μου, γιατί ο πατέρας ποτέ δεν καθόταν με εμένα ΝΟΜΟΣ, ο πατέρας μου έκατσε και μου ΄πε: “Κόρη μου θέλω να προσέχεις πολύ, γιατί όλη σου η παιδικότητα χάθηκε και δεν πρόκειται να ξανάρθει, μεγάλωσες απότομα και πρέπει να φερθείς σαν ώριμη γυναίκα. Τα πράγματα άλλαξαν σε κλάσματα δευτερολέπτου και το είδες μόνη σου και ας μην μπόρεσες να το αντιληφθείς. Πρέπει να μιλάμε ψιθυριστά ή και καθόλου, νοήματα με τα μάτια είναι το καλύτερο.”. Μου έδωσε ένα όπλο και συνέχισε: ‘‘Εύχομαι να μην σου χρειαστεί, αλλά άμα δεν είμαι δίπλα σας να με κάνεις περήφανο και να είσαι σίγουρη πως θα σε δω από που και να είμαι.’’. Αυτά είπε και έφυγε, τολμώ να πω πως δάκρυσα και πως αυτή η αδυναμία που του έκρυβα ξεθάφτηκε από μέσα μου.
Σήμερα άκουσα μια φασαρία από το δωμάτιο των γονιών μου και ξύπνησα απότομα. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο των γονιών μου και είδα τον πατέρα μου να σκαλίζει και να γκρεμίζει τον τοίχο προς την αποθήκη και η μαμά από την πόρτα της αποθήκης έβγαζε ο,τι υπήρχε από εκεί μέσα. Εγώ μας έφτιαξα πρωινό, αλλά έβαλα μικρές μερίδες για να έχουμε για το μέλλον, γιατί δεν ξέρεις πως τα φέρνει η ζωή. Όταν τελειώσαμε το πρωινό η μαμά πήγε και κλείδωσε την πόρτα της αποθήκης και από μπροστά έβαλε τα τούβλα που είχε γκρεμίσει ο μπαμπάς, ύστερα έβαλε το γραφείο της Νεφέλης από μπροστα για να μην πολυφαίνεται…
22 Απριλίου 1974
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
δεν ξέρω σε ποιον να μιλήσω ή μάλλον ξέρω αλλά δεν μπορώ! Γνώριζα πως αυτές οι μέρες θα είναι πολύ διαφορετικές και δύσκολες, αλλά το μυαλό μου δεν μπορεί να το αντιληφθεί, μα ούτε η ψυχή μου, όχι. Ο μπαμπάς της φίλης μου, της Ρωξάνης… Μας αποχαιρέτησε…
Εχθές το βράδυ βγήκα με τον μπαμπά μου έξω από την πίσω πόρτα για να πάρει κάτι ξύλα και να τακτοποιηθεί ο χώρος που σου ΄λεγα. Ο μπαμπας μου πήγε να βρει ξύλα και εγώ φυλούσα τσίλιες. Όπως φυλούσα τσίλιες είδα από το σπίτι της Ρωξάνης να βγαίνει ο μπαμπάς της φωνάζοντας και λέγοντας λέξεις, οι οποίες δεν επιτρέπεται να λέγονται σε ένα σπίτι που υπάρχουν ανήλικα. Καθώς έβγαινε όμως ένας Τούρκος που παραφυλούσε έξω απ’ το δικό τους σπιτικό τον έπιασε αυτόν και την Ρωξάνη και τους σημάδευε με το όπλο του. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς έλεγαν, αλλά μετά από πέντε λεπτά ο Τούρκος έριξε την Ρωξάνη έξω από την πόρτα του σπιτιού της σαν να ήταν ένα σακί σκουπίδια και όχι άνθρωπος. Η μάνα της την τράβηξε μέσα και έκλεισε την εξώπορτα αλλά και τα αυτιά της Ρωξάνης. Δεν πέρασαν πέντε δεύτερα που ο Τούρκος εξουδετέρωσε τον μπαμπά της Ρωξάνης. Έπειτα ο Τούρκος έφυγε και η Ρωξανη μαζί με την μητέρα της βγήκαν έξω και άρχιζαν να κλαίνε αθόρυβα.
Ο μπαμπάς μου άκουσε τον πυροβολισμό και ήρθε να με βρει, για μια στιγμή χάρηκε που το θύμα δεν ήμουν εγώ, μα όταν είδε ποιος έφυγε βούρκωσε, με πήρε από το χέρι και μπήκαμε μέσα. Ο μπαμπάς εξηγούσε στην μάνα μου και την αδελφή μου τι είχε προηγηθεί και εγώ τα έβαζα με τον εαυτό μου για το “ευχαριστώ” που έπρεπε να πω σε αυτόν τον άνθρωπο και δεν πρόλαβα να το πω ποτέ. Έπρεπε να του είχα πει αυτό το “ευχαριστώ” το ίδιο βράδυ που με έσωσε. Που με πήγε στο νοσοκομείο, που μου πλήρωσε τους χειρουργούς, που έγινα καλά. Εκείνο το βράδυ δεν θα το ξεχάσω ποτέ, που τα φρένα του ποδηλάτου μου δεν λειτουργούσαν και με χτύπησε αυτοκίνητο καθώς γυρνούσα απο το μπακάλικο.
Όλοι με προσπερνούσαν, εγώ δεν είχα τη δύναμη, το κουράγιο για να κάνω άκρη. Μόνο ο Κυρ- Στάθης με βοήθησε… Μόνο αυτός. Εκείνος με πήγε στο νοσοκομείο, εκείνος ειδοποιησε τους γονείς μου, μονάχα εκείνος, και εγώ τότε δεν του είπα ούτε ένα “ευχαριστώ”, τότε δεν είχα το κουράγιο, ύστερα δεν είχα την δύναμη, αλλά μετα; Μετά από όλα αυτά εγώ γιατί δεν του είπα ένα ευχαριστώ; Γιατί; Οι τύψεις θα με στοιχειώνουν μέχρι το τέλος της ζωής μου.
Άραγε… Πώς θα νιώθει η Ρωξανη με την μητέρα της; Σε τι ψυχική κατάσταση θα βρίσκονται;
23 Απριλίου 1974
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
“Μετακομίσαμε” και πήγαμε στο μέρος που σου έλεγα πως φτιάχνουν οι γονείς. Δεν μπορω να πω, για την περίπτωση που το χρειαζομαστε, είναι καταπληκτικό.
Οι γονείς προσπαθούν να μας προσεγγίσουν και να μας κάνουν να ξεχαστούμε. Όσο για τον μπαμπά της Ρωξάνης προτιμούμε να μην το συζητάμε ΚΑΘΌΛΟΥ. Ο μπαμπάς μου έχει στεναχωρηθεί πολύ, το άκουγα να το λέει στην μαμά. Για την ακρίβεια της έλεγε πως εκείνος ευθύνεται που δεν πρόλαβε τον Στάθη. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, διότι ο μπαμπάς ήταν σε μακρινή απόσταση, αλλά ποιός μπορεί να γνωρίζει με ακρίβεια τις σκέψεις του άλλου;
Η αδελφή μου κάτι έχει, δεν αισθάνεται καλά. Φαίνεται στο πρόσωπό της. Δεν μπορεί να μιλήσει ή μαλλόν ΔΕΝ θέλει να μας μιλήσει να μας πει τι εχει. Εντάξει, στους γονείς το καταλαβαίνω, έχουν πολλά στο μυαλό τους, αλλά σε εμένα, γιατί να μην μου μιλήσει; Αφού εμείς τα λέγαμε όλα μεταξύ μας. Δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά για την Νεφέλη έχω ένα κακό προαίσθημα.
Έχουν περάσει μοναχά τρεις μέρες και έχουμε ήδη λιγοστέψει… Σήμερα έφυγε ένα από τα πολυτιμότερα άτομα που είχα σε αυτόν το κόσμο. Που κάναμε όνειρα μαζί για το μέλλον, που ο ένας συμπαραστεκόταν στον άλλον, που παίζαμε μαζί στην αλάνα εκείνη την μέρα, που, εάν δεν με έβλεπε κανένας, θα πήγαινα να τον συναντήσω. Τουλάχιστον ξέρω πως πήγες στον παράδεισο και πως εκει θα γαληνέψει η ψυχή σου, ξαδελφούλη μου, ήδη μου λείπεις πολύ, δεν ξέρω πώς θα το αντιμετωπίσω όλο αυτό, ό,τι φανταζόμασταν χάθηκε, οι κοινές μας αναμνήσεις σταμάτησαν εδώ.
Φαντάζομαι την απελπισία της θείας μου και του θείου μου και στεναχωριέμαι ακόμη περισσότερο. Αχ, αυτός ο ήχος πυροβολισμου εκείνη την ώρα με έκανε να φοβηθώ και να βγω κρυφά από το μέρος που κρυβόμασταν και να πάω στο σπίτι και από κει να ανοίξω την πόρτα για να δω ποιος πυροβολήθηκε. Όταν είδα την θεία μου να ουρλιάζει και τον θείο μου να κρατά στα χέρια του τον Στέφανο, που ήταν παντού γεμάτος αίματα, πανικοβλήθηκα, έτρεμα ολόκληρη, ήθελα να πεθάνω εκείνη την στιγμή, ήθελα να ουρλιάξω, να κλάψω… Φοβάμαι πολύ…
24 Απριλίου 1974
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
σήμερα έχω γενέθλια, σήμερα γίνομαι δώδεκα… Χθες έγινε η εκεχειρία… Σήμερα δεν θα έχει ‘πάρτυ έκπληξη’ που μου έκαναν οι γονείς μου κάθε χρόνο, οι οποίοι θεωρούν πως στενοχωριέμαι για αυτό, εγώ όμως για άλλα κλαίω, για τον Στέφανο, για τον κυρ-Στάθη, για την ζωή μας… Δεν θέλω να γράψω τίποτα…
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
έχουν γίνει τόσα πράγματα που δεν ξέρω από που να πρωτοξεκινήσω.
Χθες έπαιζα στην αλάνα με τους φίλους μου και είδαμε κάποιους ανθρώπους να έρχονται με κάτι καράβια στο νησί μας. Όλοι τρομοκρατηθηκαμε γιατί όλοι τους κρατούσαν όπλα, εμείς τρέξαμε και μαζευτήκαμε έξω από το σπίτι μου . Εγώ το είπα στην μαμά μου μα ΄κείνη δεν μου ΄πε τίποτα. Το βλέμμα της φαινόταν ύποπτο σαν κάτι να ήξερε, αλλά δεν ήθελε να μας το πει, το θέμα είναι γιατί…
Την ίδια μέρα ο πατέρας μου μας είπε ότι από αυτήν την πόρτα δεν πρόκειται να βγούμε γιατί έξω απ΄το σπιτικό μας παραφυλάει ένας Τούρκος. Εγώ δεν κατάλαβα και του απάντησα πως δεν είναι καλό να είναι ρατσιστής και πως δεν πρέπει να λέμε κακά λόγια για κανέναν. Ο πατέρας με κοίταξε με ένα απορριπτικό βλέμμα και μου είπε να πάω στο δωμάτιο μου και να κάτσω με την αδελφή μου. Εγώ πήγα με σκυμμένο το κεφάλι χωρίς να του πω τίποτα. Όταν πήγα στο δωμάτιο ρώτησα την αδελφη μου τι έχει γίνει αποκλείεται να μην γνώριζε τι έχει γίνει αφού είναι μεγάλη! Η αδελφή μου μου είπε πως ο μπαμπάς δεν είναι ρατσιστής αλλά οι Τούρκοι θέλουν να κατακτήσουν την Κύπρο και πώς μπορεί να ξεκινήσει ακόμη και πόλεμος, αν δεν βρεθεί σύντομα κάποια επωφελής λύση. Της είπα αν πρέπει να ανησυχώ και μου είπε πως η ψυχραιμία είναι το καλύτερο όπλο. Μα και πάλι δεν μπορώ να καταλάβω το ΓΙΑΤΊ, γιατί να χαλάσει όλη η ηρεμία μας τόσο εύκολα; Ποιος έχει όρεξη να πολεμάει και να σκοτώνει έναν άνθρωπο; Ποιος θέλει να γίνει φονιάς; Ποιος;
Εχθές έγινε κάτι πολύ αναπάντεχο, κάτι το οποίο έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου και αυτή η ανάμνηση μου έμεινε αξέχαστη. Ο πατέρας μου θα έβγαινε έξω να πάρει τρόφιμα κι ήταν ο μόνος που βγήκε από αυτήν την πόρτα, η μαμά είπε ότι βγήκε τώρα ο μπαμπάς, γιατί έτσι όπως πάνε τα πράγματα δεν πρόκειται να φύγουμε ζωντανοί από εδώ μέσα και άμα βγούμε θα είμαστε πολύ τυχεροί. Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε και ο μπαμπάς απ΄το μπακάλικο, εγώ πήγα να ξαπλώσω γιατί δεν είχα τι να κάνω κι η αδελφή βοηθούσε την μάνα μου για το τραπέζι. Έτσι όπως καθόμουνα ήρθε ο πατέρας και μου μου μίλησε, πράμα παράξενο για τον πατέρα μου, γιατί ο πατέρας ποτέ δεν καθόταν με εμένα ΝΟΜΟΣ, ο πατέρας μου έκατσε και μου ΄πε: “Κόρη μου θέλω να προσέχεις πολύ, γιατί όλη σου η παιδικότητα χάθηκε και δεν πρόκειται να ξανάρθει, μεγάλωσες απότομα και πρέπει να φερθείς σαν ώριμη γυναίκα. Τα πράγματα άλλαξαν σε κλάσματα δευτερολέπτου και το είδες μόνη σου και ας μην μπόρεσες να το αντιληφθείς. Πρέπει να μιλάμε ψιθυριστά ή και καθόλου, νοήματα με τα μάτια είναι το καλύτερο.”. Μου έδωσε ένα όπλο και συνέχισε: ‘‘Εύχομαι να μην σου χρειαστεί, αλλά άμα δεν είμαι δίπλα σας να με κάνεις περήφανο και να είσαι σίγουρη πως θα σε δω από που και να είμαι.’’. Αυτά είπε και έφυγε, τολμώ να πω πως δάκρυσα και πως αυτή η αδυναμία που του έκρυβα ξεθάφτηκε από μέσα μου.
Σήμερα άκουσα μια φασαρία από το δωμάτιο των γονιών μου και ξύπνησα απότομα. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο των γονιών μου και είδα τον πατέρα μου να σκαλίζει και να γκρεμίζει τον τοίχο προς την αποθήκη και η μαμά από την πόρτα της αποθήκης έβγαζε ο,τι υπήρχε από εκεί μέσα. Εγώ μας έφτιαξα πρωινό, αλλά έβαλα μικρές μερίδες για να έχουμε για το μέλλον, γιατί δεν ξέρεις πως τα φέρνει η ζωή. Όταν τελειώσαμε το πρωινό η μαμά πήγε και κλείδωσε την πόρτα της αποθήκης και από μπροστά έβαλε τα τούβλα που είχε γκρεμίσει ο μπαμπάς, ύστερα έβαλε το γραφείο της Νεφέλης από μπροστα για να μην πολυφαίνεται…
22 Απριλίου 1974
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
δεν ξέρω σε ποιον να μιλήσω ή μάλλον ξέρω αλλά δεν μπορώ! Γνώριζα πως αυτές οι μέρες θα είναι πολύ διαφορετικές και δύσκολες, αλλά το μυαλό μου δεν μπορεί να το αντιληφθεί, μα ούτε η ψυχή μου, όχι. Ο μπαμπάς της φίλης μου, της Ρωξάνης… Μας αποχαιρέτησε…
Εχθές το βράδυ βγήκα με τον μπαμπά μου έξω από την πίσω πόρτα για να πάρει κάτι ξύλα και να τακτοποιηθεί ο χώρος που σου ΄λεγα. Ο μπαμπας μου πήγε να βρει ξύλα και εγώ φυλούσα τσίλιες. Όπως φυλούσα τσίλιες είδα από το σπίτι της Ρωξάνης να βγαίνει ο μπαμπάς της φωνάζοντας και λέγοντας λέξεις, οι οποίες δεν επιτρέπεται να λέγονται σε ένα σπίτι που υπάρχουν ανήλικα. Καθώς έβγαινε όμως ένας Τούρκος που παραφυλούσε έξω απ’ το δικό τους σπιτικό τον έπιασε αυτόν και την Ρωξάνη και τους σημάδευε με το όπλο του. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς έλεγαν, αλλά μετά από πέντε λεπτά ο Τούρκος έριξε την Ρωξάνη έξω από την πόρτα του σπιτιού της σαν να ήταν ένα σακί σκουπίδια και όχι άνθρωπος. Η μάνα της την τράβηξε μέσα και έκλεισε την εξώπορτα αλλά και τα αυτιά της Ρωξάνης. Δεν πέρασαν πέντε δεύτερα που ο Τούρκος εξουδετέρωσε τον μπαμπά της Ρωξάνης. Έπειτα ο Τούρκος έφυγε και η Ρωξανη μαζί με την μητέρα της βγήκαν έξω και άρχιζαν να κλαίνε αθόρυβα.
Ο μπαμπάς μου άκουσε τον πυροβολισμό και ήρθε να με βρει, για μια στιγμή χάρηκε που το θύμα δεν ήμουν εγώ, μα όταν είδε ποιος έφυγε βούρκωσε, με πήρε από το χέρι και μπήκαμε μέσα. Ο μπαμπάς εξηγούσε στην μάνα μου και την αδελφή μου τι είχε προηγηθεί και εγώ τα έβαζα με τον εαυτό μου για το “ευχαριστώ” που έπρεπε να πω σε αυτόν τον άνθρωπο και δεν πρόλαβα να το πω ποτέ. Έπρεπε να του είχα πει αυτό το “ευχαριστώ” το ίδιο βράδυ που με έσωσε. Που με πήγε στο νοσοκομείο, που μου πλήρωσε τους χειρουργούς, που έγινα καλά. Εκείνο το βράδυ δεν θα το ξεχάσω ποτέ, που τα φρένα του ποδηλάτου μου δεν λειτουργούσαν και με χτύπησε αυτοκίνητο καθώς γυρνούσα απο το μπακάλικο.
Όλοι με προσπερνούσαν, εγώ δεν είχα τη δύναμη, το κουράγιο για να κάνω άκρη. Μόνο ο Κυρ- Στάθης με βοήθησε… Μόνο αυτός. Εκείνος με πήγε στο νοσοκομείο, εκείνος ειδοποιησε τους γονείς μου, μονάχα εκείνος, και εγώ τότε δεν του είπα ούτε ένα “ευχαριστώ”, τότε δεν είχα το κουράγιο, ύστερα δεν είχα την δύναμη, αλλά μετα; Μετά από όλα αυτά εγώ γιατί δεν του είπα ένα ευχαριστώ; Γιατί; Οι τύψεις θα με στοιχειώνουν μέχρι το τέλος της ζωής μου.
Άραγε… Πώς θα νιώθει η Ρωξανη με την μητέρα της; Σε τι ψυχική κατάσταση θα βρίσκονται;
23 Απριλίου 1974
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
“Μετακομίσαμε” και πήγαμε στο μέρος που σου έλεγα πως φτιάχνουν οι γονείς. Δεν μπορω να πω, για την περίπτωση που το χρειαζομαστε, είναι καταπληκτικό.
Οι γονείς προσπαθούν να μας προσεγγίσουν και να μας κάνουν να ξεχαστούμε. Όσο για τον μπαμπά της Ρωξάνης προτιμούμε να μην το συζητάμε ΚΑΘΌΛΟΥ. Ο μπαμπάς μου έχει στεναχωρηθεί πολύ, το άκουγα να το λέει στην μαμά. Για την ακρίβεια της έλεγε πως εκείνος ευθύνεται που δεν πρόλαβε τον Στάθη. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, διότι ο μπαμπάς ήταν σε μακρινή απόσταση, αλλά ποιός μπορεί να γνωρίζει με ακρίβεια τις σκέψεις του άλλου;
Η αδελφή μου κάτι έχει, δεν αισθάνεται καλά. Φαίνεται στο πρόσωπό της. Δεν μπορεί να μιλήσει ή μαλλόν ΔΕΝ θέλει να μας μιλήσει να μας πει τι εχει. Εντάξει, στους γονείς το καταλαβαίνω, έχουν πολλά στο μυαλό τους, αλλά σε εμένα, γιατί να μην μου μιλήσει; Αφού εμείς τα λέγαμε όλα μεταξύ μας. Δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά για την Νεφέλη έχω ένα κακό προαίσθημα.
Έχουν περάσει μοναχά τρεις μέρες και έχουμε ήδη λιγοστέψει… Σήμερα έφυγε ένα από τα πολυτιμότερα άτομα που είχα σε αυτόν το κόσμο. Που κάναμε όνειρα μαζί για το μέλλον, που ο ένας συμπαραστεκόταν στον άλλον, που παίζαμε μαζί στην αλάνα εκείνη την μέρα, που, εάν δεν με έβλεπε κανένας, θα πήγαινα να τον συναντήσω. Τουλάχιστον ξέρω πως πήγες στον παράδεισο και πως εκει θα γαληνέψει η ψυχή σου, ξαδελφούλη μου, ήδη μου λείπεις πολύ, δεν ξέρω πώς θα το αντιμετωπίσω όλο αυτό, ό,τι φανταζόμασταν χάθηκε, οι κοινές μας αναμνήσεις σταμάτησαν εδώ.
Φαντάζομαι την απελπισία της θείας μου και του θείου μου και στεναχωριέμαι ακόμη περισσότερο. Αχ, αυτός ο ήχος πυροβολισμου εκείνη την ώρα με έκανε να φοβηθώ και να βγω κρυφά από το μέρος που κρυβόμασταν και να πάω στο σπίτι και από κει να ανοίξω την πόρτα για να δω ποιος πυροβολήθηκε. Όταν είδα την θεία μου να ουρλιάζει και τον θείο μου να κρατά στα χέρια του τον Στέφανο, που ήταν παντού γεμάτος αίματα, πανικοβλήθηκα, έτρεμα ολόκληρη, ήθελα να πεθάνω εκείνη την στιγμή, ήθελα να ουρλιάξω, να κλάψω… Φοβάμαι πολύ…
24 Απριλίου 1974
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
σήμερα έχω γενέθλια, σήμερα γίνομαι δώδεκα… Χθες έγινε η εκεχειρία… Σήμερα δεν θα έχει ‘πάρτυ έκπληξη’ που μου έκαναν οι γονείς μου κάθε χρόνο, οι οποίοι θεωρούν πως στενοχωριέμαι για αυτό, εγώ όμως για άλλα κλαίω, για τον Στέφανο, για τον κυρ-Στάθη, για την ζωή μας… Δεν θέλω να γράψω τίποτα…
Αγκνέσα Χότζα, Β΄ Τάξη του 11ου Γυμνασίου Ηρακλείου Κρήτης