Γυναίκα του αφρού |
Έτρεχε.
Τα μαλλιά ξέπλεκα. Μπαινόβγαινε ανάμεσα ο φλοίσβος άνεμος. Το φόρεμα, λιτό αγκάλιασε, τα άγρια των ανθρώπων πάθη, το θεϊκό της σώμα. Μπλέχτηκαν στα αγκάθια, άθελά της, τα λευκά της πόδια. Γονάτισε. Πλανεύτηκε το βλέμμα της. Αέναη η κινηση της θάλασσας, που απ’ άκρη σ’ άκρη το λυγερο κορμί αγκάλιαζε. Ο παφλασμός του κύματος, βουβός, ανύπαρκτος. Κι αντήχησε η αθόρυβη ιαχή. Δεν άκουσε η θεά. Ξεχάστηκε, με το μελτέμι παιχνιδίζοντας. Τι κι αν το νησί σου χάνεται; Όπως αναδύθηκες απ’ τα νερά. Τόσο πολύ θα κλάψεις.” Στάθηκες, κορη. Μαστίγωνε η βροχή το ξαναμμένο πρόσωπο. Πιάστηκε, από μαραμένο πορτοκαλανθό, η άκρη της χλαμύδας, άθελά σου, Έπεσε στα βάτα. Κάηκε. Μπήκε η γυναίκα, στο ασημένιο κάστρο της. Να μην τη δει η μάνα. Αν είχε. Αν ήταν γη, η γαλάζια αγκαλια που τη γέννησε. Να πει πως έγινε; Κι έσβησε τη λησμονιά, χωρίς αθάνατο νερό. |
Ροδάνθη Μπριλάκη, Β΄ Τάξη Πρότυπου ΓΕΛ Ηρακλείου Κρήτης
|